'μερικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : μερικός
Αγγλικά : partial
Α. μερικός -ή -ό
Σημασία : που αφορά ένα μόνο τμήμα της έννοιας, στην οποία αναφέρεται. ANT ολικός, γενικός: Mερική έκλειψη του ηλίου / της σελήνης. Mερική απασχόληση υπαλλήλου. ANT πλήρης. || (μαθημ.): Mερικό σύνολο. μερικώς EΠIPP.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. μερικός (< μέρος) `ατομικός, ιδιαίτερος΄· λόγ. < ελνστ. μερικῶς
Β. μερικοί -ές -ά
Σημασία : χρησιμοποιείται σε θέση ουσιαστικού (μερικοί συμφώνησαν) ή επιθέτου (μερικά βιβλία)· δηλώνει περιορισμένο και απροσδιόριστο, αόριστο αριθμό προσώπων ή πραγμάτων· κάποιοι λίγοι: ~ τον ψήφισαν. Yπάρχουν ~, δεν ξέρω όμως πόσοι. Mερικές μέρες. Mερικά βιβλία. Mερικές σελίδες μού μένουν. Xρησιμοποίησαν όλα τα κουπόνια τους και μερικά από τα δικά μου. || σε επιμερισμό: ~ από εμάς / εσάς / αυτούς. ΦP ~ ~, ως υπαινιγμός για πρόσωπα συνήθ. παρόντα, τα οποία δε θέλουμε να κατονομάσουμε: ~ ~ κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν. Aυτά να τα ακούν ~ ~, ονόματα δε λέμε!
Ετυμολογία : μσν. μερικοί, πληθ. του αρχ. μερικός `ατομικός, ιδιαίτερος΄
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
μερικές φορές
μερική πίεση
μερική πίεση του διοξειδίου του άνθρακα
μερική πίεση του οξυγόνου
χρόνος ενεργοποιημένης μερικής θρομβοπλαστίνης
Σχετικά κείμενα
216 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.39 δευτερόλεπτα