'κλειστός χώρος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : κλειστός χώρος
Α. μεταναστευτικός -ή -ό
Σημασία : α. που έχει σχέση με τη μετανάστευση: Mεταναστευτική πολιτική. β. που έχει σχέση με τους μετανάστες: Mεταναστευτικό συνάλλαγμα.
Ετυμολογία : λόγ. μεταναστεύ(ω) -τικός μτφρδ. αγγλ. migratory
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
μεταφορική πρωτεΐνη εστέρων χοληστερόλης
μεταφορική πρωτεΐνη, πρωτεΐνη μεταφοράς
μεταφορικό RNA
μεταφορικό μέσο, μέσο μεταφοράς
μεταφορικός/figurative
Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα
Χρόνος αναζήτησης : 0.06 δευτερόλεπτα