'μεταναστευτικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : μεταναστευτικός
Αγγλικά : immigratory
Α. μεταναστευτικός -ή -ό
Σημασία : α. που έχει σχέση με τη μετανάστευση: Mεταναστευτική πολιτική. β. που έχει σχέση με τους μετανάστες: Mεταναστευτικό συνάλλαγμα.
Ετυμολογία : λόγ. μεταναστεύ(ω) -τικός μτφρδ. αγγλ. migratory
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
μεταναστευτική αρθραλγία
μεταναστευτική θρομβοφλεβίτιδα
νεκρολυτικό μεταναστευτικό ερύθημα
χρόνιο μεταναστευτικό ερύθημα
Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα
Χρόνος αναζήτησης : 1.18 δευτερόλεπτα