Αναζήτηση / Search

  

 

'μεταναστευτικός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : μεταναστευτικός
Αγγλικά : immigratory


Α. μεταναστευτικός -ή -ό

Σημασία : α. που έχει σχέση με τη μετανάστευση: Mεταναστευτική πολιτική. β. που έχει σχέση με τους μετανάστες: Mεταναστευτικό συνάλλαγμα.

Ετυμολογία : λόγ. μεταναστεύ(ω) -τικός μτφρδ. αγγλ. migratory

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

μεταναστευτική αρθραλγίαμεταναστευτική θρομβοφλεβίτιδανεκρολυτικό μεταναστευτικό ερύθημαχρόνιο μεταναστευτικό ερύθημα



Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα

Χρόνος αναζήτησης : 1.20 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία