'μεταφορικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : μεταφορικός
Αγγλικά : figurative
Α. μεταφορικός -ή -ό
Σημασία : α. που έχει σχέση με τη μεταφορά προσώπων ή υλικών αντικειμένων: Mεταφορικά μέσα. Tα μεταφορικά έξοδα και ως ουσ. τα μεταφορικά. β. (γραμμ.) που έχει σχέση με τη μετα φορά2ζ: Mεταφορική σημασία / χρήση μιας λέξης. μεταφορικά EΠIPP στη σημ. β.
Ετυμολογία : λόγ.: β: ελνστ. μεταφορικός, αρχ. σημ.: `ικανός να εκφράζεται μεταφορικά΄· α: κατά τη σημ. του μεταφέρω1
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
μεταφορική πρωτεΐνη εστέρων χοληστερόλης
μεταφορική πρωτεΐνη, πρωτεΐνη μεταφοράς
μεταφορικό RNA
μεταφορικό μέσο, μέσο μεταφοράς
Σχετικά κείμενα
8 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.18 δευτερόλεπτα