'ισχαιμικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : ισχαιμικός
Αγγλικά : ischemic
Α. ισχαιμικός -ή -ό
Σημασία : (ιατρ.) που αναφέρεται στην ισχαιμία: Iσχαιμικό επεισόδιο.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. ischémique < ischém(ie) = ισχαιμ(ία) -ique = -ικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ισχαιμική καρδιοπάθεια
ισχαιμική κολίτιδα
ισχαιμική οπτική νευροπάθεια
ισχαιμικό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο
Σχετικά κείμενα
11 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.03 δευτερόλεπτα