'ασυμπτωματικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : ασυμπτωματικός
Αγγλικά : asymptomatic
Α. ασυμπτωματικός -ή -ό
Σημασία : για ασθένεια που δεν παρουσιάζει, που δεν εκδηλώνει κλινικά συμπτώματα: Aσυμπτωματική νόσος. || για ασθενή στον οποίο δεν εμφανίζονται τα κλινικά συμπτώματα μιας αρρώστιας: ~ ασθενής. Aσυμπτωματικοί φορείς του έιτζ.
Ετυμολογία : λόγ. < αγγλ. asymptomatic < a- = α- 1 + symptomat- = συμπτωματ- (σύμπτωμα) -ic = -ικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ασυμπτωματική βακτηριαιμία
ασυμπτωματική βακτηριουρία
ασυμπτωματική λοίμωξη
ασυμπτωματική μικροβιαιμία
ασυμπτωματικός αποικισμός
Σχετικά κείμενα
23 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.14 δευτερόλεπτα