'διαστολικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : διαστολικός
Αγγλικά : diastolic
Α. διαστολικός -ή -ό
Σημασία : (φυσιολ.) που έχει σχέση με τη διαστολή της καρδιάς. ANT συστολικός: Διαστολική πίεση. ~ ήχος.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. diastolique < αρχ. διαστολ(ή) -ique = -ικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
διαστολική αρτηριακή πίεση
διαστολική δυσλειτουργία
διαστολική ροή
διαστολικό καρδιακό φύσημα
Σχετικά κείμενα
15 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.04 δευτερόλεπτα