'καθοριστικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : καθοριστικός
Αγγλικά : decisive
Α. καθοριστικός -ή -ό
Σημασία : που καθορίζει την εξέλιξη ενός γεγονότος, που προσδιορίζει το αποτέλεσμα μιας ενέργειας· αποφασιστικός2: ~ παράγοντας για την ανάκαμψη της οικονομίας είναι οι επενδύσεις στο βιομηχανικό τομέα. O ρόλος της οικογένειας στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του παιδιού είναι ~. H βοήθειά του ήταν καθοριστικής σημασίας. καθοριστικά EΠIPP: Γεγονότα που επηρεάζουν ~ τη ζωή μας.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. καθοριστικός `οριστικός, που χρησιμεύει για ορισμό΄ & κατά τις σημ. της λ. καθορίζω
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
καθοριστική σημασία
καθοριστικός παράγοντας
καθοριστικός ρόλος
Σχετικά κείμενα
46 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 3.31 δευτερόλεπτα