Αναζήτηση / Search

  

 

'ρευματολογικός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : ρευματολογικός
Αγγλικά : rheumatologic


Α. ρευματολογικός -ή -ό

Σημασία : που έχει σχέση με τη ρευματολογία ή με το ρευματολόγο.

Ετυμολογία : λόγ. ρευματολογ(ία) -ικός

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

ρευματολογικό ιατρείο



Σχετικά κείμενα

6 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 1.46 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία