Αναζήτηση / Search

  

 

'σκιαγραφικός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : σκιαγραφικός


Α. σκιαγραφικός -ή -ό

Σημασία : που ανήκει ή που αναφέρεται στη σκιαγραφία.

Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. σκιαγραφικός

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

σκιαγραφική αντίθεσησκιαγραφική ουσίασκιαγραφικός παράγοντας



Σχετικά κείμενα

3 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 1.40 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία