Αναζήτηση / Search
'οστικός'Αντίστοιχα λήμματα λεξικού 1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)Ελληνικά : οστικόςΑγγλικά : ossicularΑ. οστικός -ή -όΣημασία : (ανατ., ιατρ.) που έχει σχέση με τα οστά: ~ πόνος. Oστική μάζα. Ετυμολογία : λόγ. οστ(ούν δες στο οστό) -ικός μτφρδ. νλατ. ossi-Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής NεοελληνικήςΙνστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη ΤριανταφυλλίδηΕπιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησηςανευρυσματική οστική κύστηκορυφαία οστική μάζαμονήρης οστική κύστηοστική απορρόφηση, απορρόφηση των οστώνοστική δοκίδαοστική ηλικίαοστική κύστηοστική λοίμωξη, λοίμωξη του οστούοστική μάζαοστική μετάσταση, μετάσταση στα οστάοστική νόσος Pagetοστική πυκνότηταοστικό άλγοςοστικός κρύσταλλοςοστικός μεταβολισμός, μεταβολισμός των οστώνοστικός πόνος
Σχετικά κείμενα 25 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.04 δευτερόλεπτα
Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνώνΕπιστροφή στην αρχική σελίδα - Επικοινωνία
Λεξικό
×