Αναζήτηση / Search

  

 

'υπογλώσσιος'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : υπογλώσσια αρτηρία
Αγγλικά : sublingual artery


Α. οσφρητικός -ή -ό

Σημασία : που αναφέρεται στην όσφρηση ή έχει σχέση μ΄ αυτή: Oσφρητική ικανότητα. ~ βλεννογόνος. Oσφρητικό νεύρο.

Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. ὀσφρητικός

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

οσφρητικός/olfactory



Σχετικά κείμενα

2 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 0.70 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία