Αναζήτηση / Search
'παθολογικός'Αντίστοιχα λήμματα λεξικού 1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)Ελληνικά : παθολογικόςΑγγλικά : pathologicΑ. παθολογικός -ή -όΣημασία : που ανήκει ή που αναφέρεται στην παθολογία ή στον παθολόγο: Παθολογική κλινική. Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. patho logique < ελνστ. παθολογική (ενν. τέχνη, δες στο παθολογία)Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής NεοελληνικήςΙνστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη ΤριανταφυλλίδηΕπιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησηςπαθολογική κατάστασηπαθολογική κλινικήπαθολογική οντότηταπαθολογική τιμήπαθολογική φυσιολογία, παθοφυσιολογίαπαθολογικό αντανακλαστικόπαθολογικό ιατρείοπαθολογικό κάταγμαπαθολογικός φαινότυποςπαθολογοανατομία, παθολογική ανατομίαπροπαιδευτική παθολογική κλινική
Σχετικά κείμενα 150 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 8.28 δευτερόλεπτα
Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνώνΕπιστροφή στην αρχική σελίδα - Επικοινωνία
Λεξικό
×