'παιδικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : παιδικός
Α. παιδικός -ή -ό
Σημασία : α.που ανήκει ή αναφέρεται στα παιδιά: Παιδική ηλικία. Παιδική αφέλεια. Παιδική αθωότητα. || Παιδικές ασθένειες. β. που προορίζεται για τα παιδιά: Παιδικά παιχνίδια / τραγούδια / ενδύματα. Παιδικές τροφές. Παιδικό θέατρο. ~ σταθμός και ως ουσ. ο παιδικός, στον οποίο οι εργαζόμενες μητέρες αφήνουν για φύλαξη τα παιδιά προσχολικής ηλικίας. Παιδικό δωμάτιο και ως ουσ. το παιδικό: Φέτος θα βάψουμε μόνο το παιδικό, την κρεβατοκάμαρα θα την αφήσου με για του χρόνου. Παιδικό (τηλεοπτικό) πρόγραμμα και ως ουσ. το παιδικό. || (ειδικότ.) Παιδική χαρά*. γ. (με μειωτ. σημ., όταν λέγεται σε σχέση με ενήλικες) παιδαριώδης, αφελής, απλοϊκός, ανόητος κτλ.: Παιδική σκέψη / συμπεριφορά.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. παιδικός `για παιδί΄ & σημδ. γαλλ. infantile
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
παιδική ηλικία
παιδική ογκολογία
παιδική παχυσαρκία
παιδική πορνογραφία
παιδικό ατύχημα
παιδικός πληθυσμός, πληθυσμός των παιδιών
παροδική υπογαμμασφαιριναιμία της παιδικής ηλικίας
Σχετικά κείμενα
49 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 3.37 δευτερόλεπτα