'δομικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : δομικός
Αγγλικά : structural
Α. δομικός -ή -ό
Σημασία : 1. που έχει σχέση με την οικοδόμηση κτιρίων ή άλλων κατασκευών: Δομική βιομηχανία. Δομικά υλικά. Δομικές μηχανές, κατάλληλες για την εκτέλεση κατασκευαστικών εργασιών. Δομικά στοιχεία, τα φέροντα και τα διαχωριστικά στοιχεία μιας κατασκευής. || (ως ουσ.) ο δομικός, πολιτικός υπομηχανικός. 2. που έχει σχέση με τη δομή ενός συνόλου: Δομική γλωσσολογία. Δομική ανάλυση ενός ποιήματος. Δομικές αλλαγές στην οικονομία.
Ετυμολογία : λόγ.: 1: δομ(ή) -ικός (πρβ. μσν. δομικός `χτιστός΄)· 2: σημδ. γαλλ. structurel
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
δομική μεταβολή, μεταβολή της δομής
δομική πρωτεΐνη
δομικό συστατικό
δομικό υλικό
Σχετικά κείμενα
61 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 4.65 δευτερόλεπτα