'ενδοσκοπικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : ενδοσκοπικός
Αγγλικά : endoscopic
Α. ενδοσκοπικός -ή -ό
Σημασία : που γίνεται με ενδοσκόπηση ή προέρχεται από ενδοσκόπηση. α. (ιατρ.): Eνδοσκοπική εξέταση. Eνδοσκοπικά ευρήματα. H ενδοσκοπική εικόνα έδειξε εκτεταμένες βλάβες. β. (ψυχ.): Eνδοσκοπική ψυχολογία, υποκειμενική. Eνδοσκοπική μέθοδος. ενδοσκοπικώς EΠIPP με ενδοσκόπηση: H διάγνωση επιβεβαιώνεται ~.
Ετυμολογία : λόγ. < γαλλ. endoscopique < endoscop(e) = ενδοσκόπ(ιον) -ique = -ικός· λόγ. ενδοσκοπικ(ός) -ώς
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ενδοσκοπική βιοψία
ενδοσκοπική επέμβαση
ενδοσκοπική παλίνδρομη χολαγγειοπαγκρεατογραφία
ενδοσκοπικό ιατρείο
ενδοσκοπικός έλεγχος, έλεγχος με ενδοσκόπηση
Σχετικά κείμενα
13 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.67 δευτερόλεπτα