Αναζήτηση / Search
'μεταγραφικός'Αντίστοιχα λήμματα λεξικού 1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)Ελληνικά : μεταγραφικόςΑ. μεταγραφικός -ή -όΣημασία : που ανήκει ή που αναφέρεται στη μεταγραφή2: Άρχισε η μεταγραφική περίοδος. Ετυμολογία : λόγ. μεταγραφ(ή)2 ικόςΠηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής NεοελληνικήςΙνστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη ΤριανταφυλλίδηΕπιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησηςμεταγραφική δραστηριότηταμεταγραφική ενεργοποίησημεταγραφική καταστολή, καταστολή της μεταγραφήςμεταγραφικός παράγοντας, παράγοντας μεταγραφής
Σχετικά κείμενα 18 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.03 δευτερόλεπτα
Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνώνΕπιστροφή στην αρχική σελίδα - Επικοινωνία
Λεξικό
×