Αναζήτηση / Search

  

 

'παρκινσονικός, παρκινσωνικός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : παρκινσονικός, παρκινσωνικός
Αγγλικά : parkinsonian


Α. παρκινσονικός -ή -ό

Σημασία : που αναφέρεται στη νόσο του Πάρκινσον ή που πάσχει από πάρκινσον: ~ τρόμος. ~ ασθενής.

Ετυμολογία : λόγ. πάρκινσον -ικός μτφρδ. αγγλ. parkinsonian

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

εξωπυραμιδικός τρόμος, παρκινσονικός τρόμος, στατικός τρόμοςπαρκινσονική ακαμψίαπαρκινσονικό βάδισμαπαρκινσονικό σύνδρομο, παρκινσονική συνδρομή



Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα

Χρόνος αναζήτησης : 1.06 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία