'περιβαλλοντικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : περιβαλλοντικός
Αγγλικά : environmental
Α. περιβαλλοντικός -ή -ό
Σημασία : που ανήκει ή αναφέρεται στο περιβάλλον (συνήθ. στο φυσικό και το τεχνητό ή οικιστικό περιβάλλον στο οποίο ζούμε): Περιβαλλοντική μελέτη / έρευνα· (πρβ. περιβαλλοντολογικός). Περιβαλλοντικές συνθήκες / μεταβολές. Περιβαλλοντικά προβλήματα, του περιβάλλοντος.
Ετυμολογία : λόγ. περιβαλλοντ- (περιβάλλον) -ικός μτφρδ. αγγλ. environmental
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
περιβαλλοντική έκθεση
περιβαλλοντική παράμετρος
περιβαλλοντική ρύπανση, ρύπανση του περιβάλλοντος
περιβαλλοντική συνθήκη
περιβαλλοντικός παράγοντας
ρύπος του περιβάλλοντος, περιβαλλοντικός ρύπος
Σχετικά κείμενα
42 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 3.12 δευτερόλεπτα