Αναζήτηση / Search

  

 

'παραπληρωματικός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : παραπληρωματικός


Α. παραπληρωματικός -ή -ό

Σημασία : που αποτελεί παραπλήρωμα, που ανήκει ή αναφέρεται σε αυτό. || (γεωμ.) παραπληρωματικές γωνίες, δυο γωνίες που, όταν προστεθούν, δίνουν άθροισμα δύο ορθών (180 μοιρών). παραπληρωματικά EΠIPP.

Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. παραπλη ρωματικός `συμπληρωματικός΄ σημδ. γαλλ. (angle) supplémantaire

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

αντιψυχωσικό φάρμακο, αντιψυχωσικόπαραπληρωματικό νεύρο, ενδέκατη εγκεφαλική συζυγία



Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα

Χρόνος αναζήτησης : 1.14 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία