'καλπαστικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : καλπαστικός
Α. καλπαστικός -ή -ό
Σημασία : που έχει σχέση με τον καλπασμό. || (ιατρ.) ~ ρυθμός της καρδιάς, όταν ανάμεσα σε δύο φυσιολογικούς τόνους ακούγεται και ένας τρίτος παθολογικός. καλπαστικά EΠIPP.
Ετυμολογία : λόγ. καλπασ- (καλπάζω) -τικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
καλπαστικό βάδισμα
καλπαστικός ρυθμός
Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα
Χρόνος αναζήτησης : 1.00 δευτερόλεπτα