Αναζήτηση / Search

  

 

'καλπαστικός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : καλπαστικός


Α. καλπαστικός -ή -ό

Σημασία : που έχει σχέση με τον καλπασμό. || (ιατρ.) ~ ρυθμός της καρδιάς, όταν ανάμεσα σε δύο φυσιολογικούς τόνους ακούγεται και ένας τρίτος παθολογικός. καλπαστικά EΠIPP.

Ετυμολογία : λόγ. καλπασ- (καλπάζω) -τικός

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

καλπαστικό βάδισμακαλπαστικός ρυθμός



Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα

Χρόνος αναζήτησης : 1.03 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία