'καταστροφικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : καταστροφικός
Αγγλικά : catastrophic
Α. καταστροφικός -ή -ό
Σημασία : που αναφέρεται στην καταστροφή, που προκαλεί καταστάσεις πολύ δυσάρεστες οι οποίες έχουν τα στοιχεία της καταστροφής· καταστρεπτικός: H αδιαφορία του και η ανευθυνότητά του ήταν καταστροφικές. Oι καταστροφικές επιπτώσεις από την άναρχη δόμηση στην πρωτεύουσα. καταστροφικά EΠIPP.
Ετυμολογία : λόγ. καταστροφ(ή) -ικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
καταστροφική συνέπεια
καταστροφικό αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο
Σχετικά κείμενα
12 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.65 δευτερόλεπτα