Αναζήτηση / Search

  

 

'τροποποιητικός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : τροποποιητικός
Αγγλικά : modifying


Α. τροποποιητικός -ή -ό

Σημασία : που αναφέρεται στην τροποποίηση και ιδίως που επιφέρει τροποποίηση: Tροποποιητικές διατάξεις.

Ετυμολογία : λόγ. τροποποιη- (τροποποιώ) -τικός

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

τροποποιητικός αυξητικός παράγοντας



Σχετικά κείμενα

3 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 1.21 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία