'μυϊκός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : μυϊκός
Αγγλικά : muscular
Α. μυϊκός -ή -ό
Σημασία : που ανήκει ή που αναφέρεται στους μυς: Mυϊ κή δύναμη / συστολή. || (ανατ.): Mυϊκό σύστημα, το σύνολο των μυών του σώματος. Mυϊκές ίνες, από τις οποίες σχηματίζεται κάθε μυς. ~ ιστός, από τον οποίο αποτελούνται οι μυϊκές ίνες. || (βιολ.): ~ τόνος, η κατάσταση συστολής των μυών, η οποία διευκολύνει την ετοιμότητά τους. Mυϊκή αίσθηση, που αφορά την κατάσταση των μυών και τη θέση του σώματος στο χώρο.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. μυ- (μῦς) -ικός μτφρδ. γαλλ. muscu laire
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
γραμμωτή μυϊκή ίνα
επιμήκης μυϊκή ίνα
κυκλοτερής μυϊκή ίνα
κυκλοτερής μυϊκή στοιβάδα
λείος μυϊκός ιστός
μυϊκή αδυναμία
μυϊκή ατροφία
μυϊκή διάπλαση, διάπλαση των μυών
μυϊκή δραστηριότητα, δραστηριότητα των μυών
μυϊκή δύναμη, δύναμη των μυών, δύναμη του μυός
μυϊκή δυστροφία
μυϊκή δυστροφία Becker
μυϊκή δυστροφία Duchenne
μυϊκή εξάντληση, εξάντληση των μυών
μυϊκή ίνα
μυϊκή κράμπα
μυϊκή μάζα
μυϊκή στοιβάδα
μυϊκή συνολκή
μυϊκή σύσπαση, σύσπαση των μυών, σύσπαση του μυός
μυϊκή συστολή
μυϊκή υπερτροφία
μυϊκή χάλαση, χάλαση των μυών, χάλαση του μυός
μυϊκό σύστημα, σύστημα των μυών
μυϊκό τοίχωμα
μυϊκός δακτύλιος
μυϊκός ιστός
μυϊκός σπασμός, σπασμός των μυών
μυϊκός τόνος
μυοκύτταρο, μυϊκό κύτταρο
μυονέκρωση, μυϊκή νέκρωση, νέκρωση μυών, νέκρωση μυός, νέκρωση του μυϊκού ιστού
μυοπάθεια, νόσος των μυών, μυϊκή νόσος
νωτιαία μυϊκή ατροφία
τρόμος, μυϊκός τρόμος, τρόμος των μυών
Σχετικά κείμενα
87 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 5.29 δευτερόλεπτα