Αναζήτηση / Search

  

 

'νεκρωτικός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : νεκρωτικός
Αγγλικά : necrotic


Α. νεκρωτικός -ή -ό

Σημασία : που προκαλεί ή που έχει υποστεί νέκρωση: Nεκρωτικά φάρμακα. ~ ιστός.

Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. νεκρωτικός

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

νεκρωτική βλάβηνεκρωτική εντερίτιδανεκρωτική εντεροκολίτιδανεκρωτική στοματίτιδανεκρωτικό έλκος



Σχετικά κείμενα

9 αποτελέσματα βρέθηκαν

1Διαφορές μεταξύ απόπτωσης και νέκρωσης
2Μεταβολές της κυτταρικής μεμβράνης κατά την απόπτωση
3Υπερηχογράφημα 1ου τριμήνου - Πολύδυμος κύηση
4Doppler και 3D - Κυματομορφές doppler από τα κυριότερα αγγεία της μητροπλακουντιακής μονάδας
5Doppler και 3D - Μεταφορά οξυγόνου στο έμβρυο
6Doppler και 3D - Πολύδυμη κύηση
7Αγγειίτιδες
8Προγραμματισμένος κυτταρικός θάνατος στον αναπτυσσόμενο και τον ώριμο προστάτη
9Αίτια, κλινικά σημεία, συμπτώματα και θεραπεία βακτηριακής μηνιγγίτιδας

Χρόνος αναζήτησης : 1.14 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία