Σημασία : που εμφανίζεται, που υπάρχει ή που διαρκεί για περιορισμένο χρόνο και κατόπιν χάνεται· που έχει περιορισμένη διάρκεια: Παροδικά φαινόμενα. Παροδική εμφάνιση. Ήταν ένας ~ πόνος. Παροδική αμνησία. Παροδική οικονομική κρίση. Παροδική βελτίωση του καιρού. Παροδική μπόρα. παροδικά & (λόγ.) παροδικώς EΠIPP.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. παροδικός, παροδικῶς
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης