'πεπτικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : πεπτικός
Αγγλικά : peptic
Α. πεπτικός -ή -ό
Σημασία : (ανατ., φυσιολ.) που αναφέρεται στην πέψη ή που έχει σχέση με αυτήν: Tα πεπτικά υγρά. O ~ σωλήνας. Πεπτι κό σύστημα, το σύνολο των οργάνων με τα οποία γίνεται η πέψη. Λειτουργίες / διαταραχές του πεπτικού συστήματος. Πεπτικό νευρικό πλέγ μα. || (βοτ.) Πεπτικοί αδένες.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. πεπτικός `που μπορεί να χωνέψει΄ σημδ. γαλλ. digestif
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ανώτερο πεπτικό σύστημα
ενεργό πεπτικό έλκος
κατώτερο πεπτικό σύστημα
πεπτική οδός
πεπτικό έλκος
πεπτικό ένζυμο, ένζυμο του πεπτικού συστήματος
πεπτικό σύστημα
πεπτικός σωλήνας
Σχετικά κείμενα
31 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.54 δευτερόλεπτα