Αναζήτηση / Search

  

 

'δακρυϊκός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : δακρυϊκός
Αγγλικά : lacrimal


Α. δακρυϊκός -ή -ό

Σημασία : που αναφέρεται στα δάκρυα, που είναι σχετικός με τα δάκρυα: ~ πόρος. Δακρυϊκοί αδένες.

Ετυμολογία : λόγ. δάκρυ -ικός μτφρδ. γαλλ. lacrymal

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

άνω δακρυϊκό σημείοδακρυϊκή αρτηρίαδακρυϊκή έκκριση, έκκριση των δακρύωνδακρυϊκή οδόςδακρυϊκή συσκευήδακρυϊκό οστόδακρυϊκό σημείοδακρυϊκός αδέναςδακρυϊκός ασκόςδακρυϊκός πόρος, δακρυϊκό σωληνάριοκάτω δακρυϊκό σημείο



Σχετικά κείμενα

4 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 1.68 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία