Αναζήτηση / Search
'μικροβιακός'Αντίστοιχα λήμματα λεξικού 1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)Ελληνικά : μικροβιακόςΑγγλικά : microbialΑ. μικροβιακός -ή -όΣημασία : που έχει σχέση με τα μικρόβια και κυρίως τα παθογόνα: Mικροβιακή ανάλυση. ~ πόλεμος, που γίνεται με τη χρήση παθογόνων μικροβίων.Ετυμολογία : λόγ. μικρόβι(ον) -ακός μτφρδ. γαλλ. microbienΠηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής NεοελληνικήςΙνστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη ΤριανταφυλλίδηΕπιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησηςμικροβιακή ανάπτυξη, ανάπτυξη των μικροβίωνμικροβιακή βλεφαρίτιδαμικροβιακή ενδοκαρδίτιδα, ενδοκαρδιακή λοίμωξημικροβιακή εντερική χλωρίδαμικροβιακή επιπεφυκίτιδαμικροβιακή λοίμωξη, λοίμωξη από μικρόβιομικροβιακή μηνιγγίτιδα, μηνιγγική λοίμωξημικροβιακή νόσοςμικροβιακή πενικιλλινάσημικροβιακή τοξίνη, τοξίνη του μικροβίου, τοξίνη των μικροβίωνμικροβιακή φλεγμονήμικροβιακή χλωρίδαμικροβιακό αντιγόνομικροβιακό κύτταρο, κύτταρο του μικροβίουμικροβιακό προϊόνμικροβιακό φάσμαμικροβιακός πληθυσμός, πληθυσμός των μικροβίωνμικροβιακός πολυσακχαρίτης
Σχετικά κείμενα 17 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.10 δευτερόλεπτα
Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνώνΕπιστροφή στην αρχική σελίδα - Επικοινωνία
Λεξικό
×