'προστατευτικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : προστατευτικός
Αγγλικά : protective
Α. προστατευτικός -ή -ό
Σημασία : 1. που χρησιμεύει ή χρησιμοποιείται για προστασία: Προστατευτικά μέτρα για τη σωτηρία των δασών / των αρχαιολογικών μνημείων. Προστατευτικά κάγκελα στα μπαλκόνια / καλύμματα στα έπιπλα. Προστατευτικά γυαλιά. || (οικον.): Προστατευτικό σύστημα, προστατευτισμός. Προστατευτικοί δασμοί. 2α. για πρόσωπο που περιβάλλει κπ. με υπερβολική φροντίδα, με αποτέλεσμα να μην του επιτρέπει να αναπτύξει οποιαδήποτε πρωτοβουλία: Oι γονείς δεν πρέπει να είναι προστατευτικοί. β. που εκδηλώνει διάθεση, τάση προστασίας: Πήρε προστατευτικό ύφος. προστατευτικά EΠIPP: Aλοιφή που δρα ~ στο δέρμα. Συμπεριφέρεται πολύ ~.
Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. προστατευτικός `που ασκεί εξουσία΄ σημδ. γαλλ. protecteur & αγγλ. protective
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
προστατευτικό αντίσωμα
προστατευτικό του βλεννογόνου του στομάχου
Σχετικά κείμενα
34 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.18 δευτερόλεπτα