Αναζήτηση / Search
'πρωκτικό βοθρίο'Αντίστοιχα λήμματα λεξικού 1. (Ουσιαστικό)Ελληνικά : πρωκτικό βοθρίοΑ. πρωκτικός -ή -όΣημασία : 1. (ανατ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στον πρωκτό: ~ σωλήνας. 2. που γίνεται από τον πρωκτό: Πρωκτική συνουσία. Ετυμολογία : λόγ. πρωκτ(ός) -ικός μτφρδ. γαλλ. analΠηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής NεοελληνικήςΙνστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη ΤριανταφυλλίδηΕπιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησηςκάτω άκροκάτω γναθικό νεύροκάτω γνάθοςκάτω γομφίοςκάτω δακρυϊκό σημείοκάτω κοίλη φλέβακάτω κροταφικόςκάτω λαρυγγική αρτηρίακάτω λαρυγγικό νεύρο, παλίνδρομο νεύροκάτω λοξός μύςκάτω μεσεντέρια αρτηρίακάτω μεσεντέρια φλέβακάτω οβελιαίος κόλποςκάτω ορθός μύςκάτω παγκρεατοδωδεκαδακτυλική αρτηρίακάτω παρεγκεφαλιδικό δεμάτιοκάτω ρινική κόγχηκάτω σφιγκτήρας του φάρυγγακάτω τεταρτοκυκλική ομώνυμη ημιανοψίακάτω φατνιακό νεύροκάτω χειλική αρτηρίακάτω χείλοςκατώτερος οισοφαγικός σφιγκτήρας, κάτω οισοφαγικός σφιγκτήρας, ΚΟΣοπίσθια κάτω παρεγκεφαλιδική αρτηρίαπρόσθια κάτω παρεγκεφαλιδική αρτηρία
Σχετικά κείμενα 8 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 0.82 δευτερόλεπτα
Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνώνΕπιστροφή στην αρχική σελίδα - Επικοινωνία
Λεξικό
×