Αναζήτηση / Search
'πρωκτικός'Αντίστοιχα λήμματα λεξικού 1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)Ελληνικά : πρωκτικόςΑγγλικά : analΑ. πρωκτικός -ή -όΣημασία : 1. (ανατ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στον πρωκτό: ~ σωλήνας. 2. που γίνεται από τον πρωκτό: Πρωκτική συνουσία. Ετυμολογία : λόγ. πρωκτ(ός) -ικός μτφρδ. γαλλ. analΠηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής NεοελληνικήςΙνστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη ΤριανταφυλλίδηΕπιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησηςπρωκτική βαλβίδαπρωκτική κρύπτηπρωκτική μυρμηκιάπρωκτική στήλη του Morganiπρωκτικό απόστημα, απόστημα του πρωκτούπρωκτικό βοθρίοπρωκτικό καρκίνωμα, καρκίνωμα του πρωκτούπρωκτικό κονδύλωμα, κονδύλωμα του πρωκτούπρωκτικό συρίγγιο, συρίγγιο του πρωκτούπρωκτικός καρκίνος, καρκίνος του πρωκτούπρωκτικός σωλήναςπρωκτικός υμέναςσχισμή του πρωκτού, πρωκτική σχισμή
Σχετικά κείμενα 8 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.79 δευτερόλεπτα
Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνώνΕπιστροφή στην αρχική σελίδα - Επικοινωνία
Λεξικό
×