Αναζήτηση / Search
'πρωτεϊνικός'Αντίστοιχα λήμματα λεξικού 1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)Ελληνικά : πρωτεϊνικόςΑ. πρωτεϊνικός -ή -όΣημασία : (βιολ.) που ανήκει ή αναφέρεται στις πρωτεΐνες ή που έχει σχέση με αυτές: Πρωτεϊνική αλυσίδα. Πρωτεϊνικό μόριο. Ετυμολογία : λόγ. πρωτεΐν(η) -ικός μτφρδ. γαλλ. protéique < proté(ine) = πρωτεΐν(η) -ique = -ικόςΠηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής NεοελληνικήςΙνστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη ΤριανταφυλλίδηΕπιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησηςμεταβολισμός των πρωτεϊνών, πρωτεϊνικός μεταβολισμόςπρωτεϊνική κινάση, κινάση πρωτεΐνηςπρωτεϊνική οικογένειαπρωτεϊνική υπομονάδαπρωτεϊνικό διάλυμα, διάλυμα πρωτεϊνώνπρωτεϊνικό μόριο, μόριο πρωτεΐνηςπρωτεϊνικό περίβλημαπρωτεϊνικός καταβολισμός, καταβολισμός των πρωτεϊνών
Σχετικά κείμενα 31 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.56 δευτερόλεπτα
Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνώνΕπιστροφή στην αρχική σελίδα - Επικοινωνία
Λεξικό
×