Αναζήτηση / Search

  

 

'ρευματικός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : ρευματικός
Αγγλικά : rheumatic


Α. ρευματικός -ή -ό

Σημασία : 1.που έχει σχέση με το ρευματισμό: ~ πόνος, ρευματαλγία. Pευματικές παθήσεις. 2. (ως ουσ.) α. ο ρευματικός, αυτός που υποφέρει από ρευματισμούς. β. τα ρευματικά, οι ρευματισμοί.

Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. ῥευματικός

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

οξύς ρευματικός πυρετόςρευματική αορτική ανεπάρκειαρευματική αορτική στένωσηρευματική ενδοκαρδίτιδαρευματική καρδιακή νόσοςρευματική μιτροειδική ανεπάρκειαρευματική μυοκαρδίτιδαρευματική νόσοςρευματική παγκαρδίτιδαρευματική περικαρδίτιδαρευματική πολυμυαλγίαρευματικό οζίδιορευματικός πυρετόςχορεία του Sydenham, χορεία Sydenham, ρευματική χορεία



Σχετικά κείμενα

10 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 1.79 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία