Σημασία : 1.που έχει σχέση με το ρευματισμό: ~ πόνος, ρευματαλγία. Pευματικές παθήσεις. 2. (ως ουσ.) α. ο ρευματικός, αυτός που υποφέρει από ρευματισμούς. β. τα ρευματικά, οι ρευματισμοί.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. ῥευματικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης