'εμβρυϊκός, εμβρυακός, εμβρυονικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : εμβρυϊκός, εμβρυακός, εμβρυονικός
Αγγλικά : fetal, embryonic, embrionic
Α. εμβρυϊκός -ή -ό & εμβρυακός -ή -ό
Σημασία : 1.που ανήκει ή αναφέρεται στο έμβρυο: Eμβρυϊκή ζωή / ανάπτυξη / ηλικία. Eμβρυϊκή μεμβράνη. Eμβρυϊκά κύτταρα. Eμβρυακό θυλάκιο, εμβρυοθυλάκιο. Eμβρυϊκό περιβάλλον. 2. (μτφ.) που βρίσκεται σε ένα πολύ αρχικό στάδιο της ύπαρξής του, που δεν έχει ακόμη αναπτύξει πλήρως τα βασικά του στοιχεία· εμβρυώδης, υποτυπώδης: Eμβρυϊκές μορφές της τέχνης· (πρβ. αρχέγονος). H βιομηχανία ήταν ακόμη σε εμβρυϊκή κατάσταση· (πρβ. πρωτόγονος).
Ετυμολογία : λόγ. έμβρυ(ον) -ικός, -ακός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
α-εμβρυϊκή πρωτεΐνη, α-φετοπρωτεΐνη, α-εμβρυϊκή σφαιρίνη
εμβρυϊκή ανάπτυξη, ανάπτυξη του εμβρύου
εμβρυϊκή κυκλοφορία
εμβρυϊκή λοίμωξη, λοίμωξη του εμβρύου
εμβρυϊκό ήπαρ, ήπαρ του εμβρύου
εμβρυϊκό καρκίνωμα
εμβρυϊκό κύτταρο, κύτταρο του εμβρύου
εμβρυϊκός όγκος
εμβρυϊκός ύδρωπας
εμβρυϊκός υμένας
παλμός του εμβρύου, εμβρυϊκός παλμός
Σχετικά κείμενα
138 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.28 δευτερόλεπτα