Σημασία : (ανατ.) που βρίσκεται στο ινίο, στο πίσω και κάτω μέρος του κεφαλιού: Tο ινιακό οστό του κρανίου και ως ουσ. το ινιακό. Iνιακοί μύες. Iνιακό νεύρο. ~ λοβός.
Ετυμολογία : λόγ. ινί(ον) -ακός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης