Αναζήτηση / Search

  

 

'μετεγχειρητικός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : μετεγχειρητικός
Αγγλικά : postoperative, postsurgical


Α. μετεγχειρητικός -ή -ό

Σημασία : που υπάρχει ή που συμβαίνει μετά την εγχείρηση: H μετεγχειρητική κατάσταση του ασθενή. Mετεγχειρητικές επιπλοκές. μετεγχειρητικά EΠIPP.

Ετυμολογία : λόγ. μετ(α)- εγχειρητικός μτφρδ. αγγλ. postoperative ή γαλλ. postopératique

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

μετεγχειρητική λοίμωξημετεγχειρητική περίοδοςμετεγχειρητική πορείαμετεγχειρητικός ειλεόςμετεγχειρητικός πόνοςμετεγχειρητικός υποθυρεοειδισμόςμετεγχειρητικός υποπαραθυρεοειδισμός



Σχετικά κείμενα

10 αποτελέσματα βρέθηκαν

1Α' Κλινική Αναισθησιολογίας
2Παραθυρεοειδείς αδένες και παραθορμόνη (PTH)
3Νομικά και δεοντολογικά θέματα στην άσκηση της Ιατρικής
4Υπερηχογράφημα 2ου τριμήνου - Συγγενείς ανωμαλίες κοιλιακού τοιχώματος
5Υπερηχογράφημα 2ου τριμήνου - Ανωμαλίες πεπτικού σωλήνα
6Υπερηχογράφημα 2ου τριμήνου - Εμβρυϊκοί όγκοι
7Ο ρόλος της προλακτίνης στην αιτιολογία των καθ'έξιν αποβολών
8Σύνδρομο θηλεοποιητικών όρχεων
9Ιατρογενής νοσηρότητα
10Τα laser και οι εφαρμογές τους - 8. Εφραρμογές του laser

Χρόνος αναζήτησης : 1.53 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία