Αναζήτηση / Search

  

 

'σπαστικός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : σπαστικός
Αγγλικά : spastic


Α. σπαστικός -ή -ό

Σημασία : α. (ιατρ.) που οφείλεται σε σπασμούς των μυών: Σπαστική ημιπληγία / τετραπληγία / παράλυση. β. για πρόσωπο που πάσχει από σπαστική παράλυση: Σπαστικό παιδί. || (ως ουσ.): Iδρύματα Προστασίας Σπαστικών. γ. (μτφ., προφ.) για πρόσωπο ή συμπεριφορά προσώπου που μας ενοχλεί και μας εκνευρίζει, συνήθ. με την επίδειξη κάποιας ιδιόρρυθμης επιμονής.

Ετυμολογία : λόγ. < αγγλ. spastic < αρχ. σπαστικός `που τραβάει, απορροφά΄ κατά τη σημ.: `προκαλώ σπασμούς΄ του ρ. σπῶ (δες σπάζω)

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

οικογενής σπαστική παραπάρεσησπαστική εγκεφαλική παράλυσησπαστική ημιπάρεσησπαστική ημιπληγίασπαστική κατάστασησπαστική παράλυσησπαστική παραπάρεσησπαστική παραπληγίασπαστική πάρεσησπαστική τετραπληγίασπαστικό βάδισμασύνδρομο ευερεθιστού εντέρου, ευερεθιστό έντερο, σπαστική κολίτιδατροπική σπαστική παραπάρεσητροπική σπαστική παραπληγία



Σχετικά κείμενα

1 αποτέλεσμα βρέθηκε

Χρόνος αναζήτησης : 1.04 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία