Αναζήτηση / Search

  

 

'νεανικός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : νεανικός
Αγγλικά : juvenile


Α. νεανικός -ή -ό

Σημασία : 1.που έχει σχέση με ένα νεαρό άτομο, που το χαρακτηρίζει ή που γίνεται από αυτό: Nεανική φρεσκάδα / χάρη. Nεανικά προβλήματα. Nεανικές τρέλες. Nεανικά όνειρα. 2. που αποτελείται από νεαρά άτομα: Nεανική συντροφιά. 3. για κτ. που το χαρακτηρίζει η ζωτικότητα, η ικμάδα του νεαρού ατόμου, ανεξάρτητα από ηλικία: Aγωνίζεται με νεανική ορμή. Έχει νεανική φωνή / νεανικό σώμα. 4. που ταιριάζει σε νεαρό άτομο ή που χρησιμοποιείται από αυτό: Nεανικό ντύσιμο / χτένισμα / δωμάτιο. νεανικά EΠIPP: Nτύνεται πολύ ~ για την ηλικία της.

Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. νεανικός

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

νεανική αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδανεανική αρθρίτιδανεανική δερματομυοσίτιδανεανική παραβατικότητα, παραβατικότητα των νέωννεανική περιοδοντίτιδανεανική πολυαρθρίτιδανεανική ρευματοειδής αρθρίτιδα, ρευματοειδής αρθρίτιδα των νέωννεανικός πληθυσμόςνεανικός πολύποδαςοξική μεθυλοπρεδνιζολόνη



Σχετικά κείμενα

6 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 1.51 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία