'αχίλλειος'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : αχίλλειος
Α. αχίλλειος -ος / -α -ο
Σημασία : κυρίως στην έκφραση ~ πτέρνα, το τρωτό, το ευαίσθητο σημείο κάποιου.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. Ἀχίλλειος `του Aχιλλέα΄, η έκφρ. μτφρδ. γερμ. Achillesferse ή γαλλ. talon d΄Achille
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αχίλλειο αντανακλαστικό, αντανακλαστικό του αχιλλείου τένοντααχίλλειος τένοντας
Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα
Χρόνος αναζήτησης : 1.14 δευτερόλεπτα