Αναζήτηση / Search

  

 

'συζευκτικός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : συζευκτικός


Α. συζευκτικός -ή -ό

Σημασία : που έχει σχέση με τη σύζευξη, που είναι κατάλληλος για σύζευξη: Συζευκτικές προτάσεις, σύνθετες προτάσεις που τα μέλη τους συνδέονται με το ’και“. ANT διαζευκτικές. Συζευκτικοί λίθοι, προεξοχές που μπορούν να δεχτούν προέκταση του παλαιού τοίχου. συζευκτικά EΠIPP.

Ετυμολογία : λόγ. < ελνστ. συζευκτικός

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

αμφίπλευρη επινεφριδεκτομήσυζευκτικός χόνδρος των οστών, συζευκτικός χόνδρος



Σχετικά κείμενα

2 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 1.18 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία