Αναζήτηση / Search

  

 

'συμφορητικός'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : συμφορητικός
Αγγλικά : congestive


Α. συμφορητικός -ή -ό

Σημασία : που έχει σχέση με τη συμφόρηση1.

Ετυμολογία : λόγ. συμφόρη(σις)1 -τικός μτφρδ. γαλλ. congestif

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

συμφορητική καρδιακή ανεπάρκειασυμφορητική σπληνομεγαλία



Σχετικά κείμενα

11 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 1.65 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία