Αναζήτηση / Search

  

 

'θυλάκιο'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : θυλάκιο

Σημασία : Λεμφική υπερπλασία, παρατηρούμενη σε επιπεφυκίτιδες από χλαμύδια, ιούς ή τοξικά αίτια.




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

θυλάκιο/follicleθυλάκιο του θυρεοειδούς αδέναλεμφικό θυλάκιο, λεμφοειδές θυλάκιο



Σχετικά κείμενα

8 αποτελέσματα βρέθηκαν

Χρόνος αναζήτησης : 1.46 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία