'ιστοκαλλιέργεια, ιστική καλλιέργεια'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : ιστοκαλλιέργεια, ιστική καλλιέργεια
Σημασία : Διατήρηση ή ανάπτυξη κυττάρων για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 24 ωρών.
Α. ιστοκαλλιέργεια
Σημασία : (ιατρ.) η καλλιέργεια, η διατήρηση ζωντανών ιστών μέσα σε κατάλληλο υγρό, για διαγνωστικούς ή ερευνητικούς σκοπούς.
Ετυμολογία : λόγ. ιστο- + -καλλιέργεια μτφρδ. αγγλ. tissue culture
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα
Χρόνος αναζήτησης : 1.21 δευτερόλεπτα