'αισθητηριακός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : αισθητηριακός
Αγγλικά : sensory
Α. αισθητηριακός -ή -ό
Σημασία : που γίνεται ή γενικά σχετίζεται με τα αισθητήρια όργανα: Aισθητηριακή εντύπωση / διέγερση / αντίληψη / εμπειρία. Aισθητηριακά ερεθίσματα / δεδομένα.
Ετυμολογία : λόγ. αισθητήρι(ον) -ακός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
αισθητηριακή αντίληψη
αισθητηριακή πληροφορία
αισθητηριακό νεύρο
αισθητηριακός νευρώνας
αισθητηριακός υποδοχέας
Σχετικά κείμενα
14 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.84 δευτερόλεπτα