'συφιλιδικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : συφιλιδικός
Αγγλικά : syphilitic
Α. συφιλιδικός -ή -ό
Σημασία : 1.που οφείλεται στη σύφιλη ή που τη χαρακτηρίζει: Συφιλιδικά έλκη. 2. για κπ. που έχει προσβληθεί από σύφιλη. || (ως ουσ.) ο συφιλιδικός.
Ετυμολογία : λόγ. συφιλιδ- (παλ τ. συφιλίς < γαλλ. syphilis < νλατ. syphilis δες στο σύφιλη) -ικός (νλατ. syphiliticus, γαλλ. syphilitique)
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
συφιλιδική αορτίτιδα
συφιλιδική βλάβη
συφιλιδική εφιππιοειδής μύτη
συφιλιδική ρινίτιδα
συφιλιδική ροδάνθη
συφιλιδικό ανεύρυσμα
συφιλιδικό έλκος
συφιλιδικό έλκος
συφιλιδικό στίγμα
Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα
Χρόνος αναζήτησης : 0.95 δευτερόλεπτα