'γυναικολογικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : γυναικολογικός
Αγγλικά : gynaecologic, gynecologic
Α. σωματικός -ή -ό
Σημασία : που αναφέρεται στο σώμα ενός ζωντανού οργανισμού και ειδικότερα του ανθρώπου. α. που ανήκει στο σώ μα: Σωματική κοιλότητα. Σωματικές διαστάσεις. Σωματικά χαρακτηριστικά / ελαττώματα. β. που προέρχεται από το σώμα· φυσικόςII1: ~ πόνος. Σωματική δύναμη. Σωματικές ανάγκες. ANT ψυχικός, πνευματικός. γ. που ασκείται, που γίνεται στο ή με το σώμα: Σωματική έρευνα / βλάβη / βία / ποινή. Σωματικές κακώσεις. Σωματική καθαριότητα. Σωματικές ασκήσεις, γυμναστική. Kαθηγητής σωματικής αγωγής, γυμναστής. σωματικά EΠIPP: Yποφέρει ~ και ψυχικά.
Ετυμολογία : λόγ.: α, β: αρχ. σωματικός· γ: σημδ. αγγλ. body-
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
γαγγλιακό κύτταρο
γαγγλιακός
γαγγλιακός αποκλεισμός
Σχετικά κείμενα
103 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.34 δευτερόλεπτα