Αναζήτηση / Search

  

 

'υπερευαισθησία τύπου V, διεγερτική υπερευαισθησία'

Αντίστοιχα λήμματα λεξικού

1. (Ουσιαστικό)
Ελληνικά : υπερευαισθησία
Αγγλικά : hypersensitivity


Α. κώνωπας

Σημασία : (λόγ.) κουνούπι: ~ ο ανωφελής*. (απαρχ.) ΦP διυλίζει* τον κώνωπα (και καταπίνει την κάμηλον).

Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. κώνωψ, αιτ. -ωπα

Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης




Παρεμφερείς όροι αναζήτησης

αυτότροφος μικροοργανισμός



Δεν υπάρχουν επί του παρόντος σχετικά κείμενα

Χρόνος αναζήτησης : 0.39 δευτερόλεπτα


Πνευματικά δικαιώματα © 2008 - Ασκληπιακό Πάρκο Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών - Πιλοτική εφαρμογή - Ανάληψη ευθυνών
Επιστροφή στην αρχική σελίδα  -  Επικοινωνία