'τραυματικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : τραυματικός
Αγγλικά : traumatic
Α. τραυματικός -ή -ό
Σημασία : 1. που προέρχεται από τραύμα: ~ πυρετός. Tραυματική αιμορραγία. 2. που δημιουργεί ψυχικό τραύμα: Tραυματική εμπειρία. Tραυματικό γεγονός.
Ετυμολογία : λόγ.: 1: ελνστ. τραυματικός `κατάλληλος για τραύμα΄ κατά τη σημ. της λ. τραυματίας· 2: σημδ. αγγλ. traumatic < traumat- < αρχ. τραυματ- (τραῦμα) -ic = -ικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
τραυματική εμπειρία
τραυματικό γλαύκωμα
τραυματικός καταρράκτης
τραυματικός πνευμοθώρακας
Σχετικά κείμενα
7 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.42 δευτερόλεπτα