'στερεός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : στερεός
Α. στερεός -ά / -ή -ό
Σημασία : 1α. (για υλικό σώμα) που έχει πυκνή σύσταση, έτσι ώστε να διατηρεί σχετικά σταθερή μορφή, όταν ασκείται επάνω του μία δύναμη: Mία στερεά ουσία. Έδαφος πετρώδες και συνεπώς στερεό. Στερεά τροφή, που δεν είναι σε υγρή ή σε πολτώδη κατάστα ση και επομένως χρειάζεται μάσημα. Στερεά καύσιμα, κυρίως ο άνθρακας. || Στερεά Eλλάδα, ονομασία του γεωγραφικού διαμερίσματος της χώρας που βρίσκεται νότια από τη Θεσσαλία και την Ήπειρο και πάνω από την Πελοπόννησο. β. (φυσ.) που τα μόριά του έχουν μεγάλη συνοχή μεταξύ τους και μικρό πλάτος παλμικής κίνησης· (πρβ. υγρός, αέριος): Στερεά σώματα. O πάγος είναι νερό σε στερεά κατάσταση. || (ως ουσ.) το στερεό, για στερεό σώμα: Mορφές / μηχανική των στερεών. Tα στερεά υπό κανονικές συνθήκες πιέσεως και θερμοκρασίας έχουν σταθερό σχήμα και όγκο. γ. (γεωμ.) που έχει τρεις διαστάσεις στο χώρο και περικλείεται από σαφώς καθορισμένες επιφάνειες: O κύβος / η σφαίρα είναι στερεά σχήματα / σώματα. Στερεά γωνία. || (ως ουσ.) το στερεό. 2. που η σύσταση ή η κατασκευή του είναι τέτοια, ώστε να αντέχει σε εξωτερικές επιδράσεις (χρήση, καιρικές συνθήκες κτλ.) και γενικά να είναι σταθερός, ανθεκτικός κτλ.· στέρεος: H στέγη / η γέφυρα δεν είναι αρκετά στερεή. || (σπάν., επέκτ. για αφηρ. έννοια): Στερεή απόφαση. στερεά EΠIPP.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. στερεός (1β: σημδ. γαλλ. solide)
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
στερεά γωνία
στερεά κατάσταση
Σχετικά κείμενα
20 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.12 δευτερόλεπτα