'ρυθμιστικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : ρυθμιστικός
Αγγλικά : regulatory, regulating
Α. ρυθμιστικός -ή -ό
Σημασία : που ανήκει ή που αναφέρεται στη ρύθμιση, που συντελεί στη ρύθμιση: Pυθμιστικοί κανόνες. Pυθμιστική γραμματική, κανονιστική. ~ παράγοντας. Pυθμιστικό σχέδιο.
Ετυμολογία : λόγ. < μσν. ρυθμιστικός `που διευθύνει΄ < ρυθμιστ(ής) -ικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
ρυθμιστική πρωτεΐνη
ρυθμιστικό γονίδιο
ρυθμιστικό κύκλωμα, κύκλωμα ρύθμισης
ρυθμιστικός μηχανισμός
Σχετικά κείμενα
35 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 2.85 δευτερόλεπτα