'υπεροπτικός'
Αντίστοιχα λήμματα λεξικού
1. (Επίθετο/Επίρρημα/Αντωνυμία)
Ελληνικά : υπεροπτικός
Αγγλικά : snobbish
Α. υπεροπτικός -ή -ό
Σημασία : που ανήκει, που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε υπερόπτη: Yπεροπτικό ύφος. Yπεροπτική συμπεριφορά. Yπεροπτικά λόγια. H όλη εμφάνισή του είχε κάτι το υπεροπτικό. υπεροπτικά EΠIPP.
Ετυμολογία : λόγ. < αρχ. ὑπεροπτικός
Πηγή : Ηλεκτρονικό Λεξικό της Kοινής Nεοελληνικής
Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Ίδρυμα Μανώλη Τριανταφυλλίδη
Επιστημονικός Yπεύθυνος : I. N. Kαζάζης
Παρεμφερείς όροι αναζήτησης
υπεροπτικός πυρήνας του υποθαλάμου
Σχετικά κείμενα
3 αποτελέσματα βρέθηκαν
Χρόνος αναζήτησης : 1.48 δευτερόλεπτα